Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
μαστουρωμένος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
μαστουρωμέν
ος
η
μαστουρωμέν
η
το
μαστουρωμέν
ο
γενική
του
μαστουρωμέν
ου
της
μαστουρωμέν
ης
του
μαστουρωμέν
ου
αιτιατική
τον
μαστουρωμέν
ο
τη
μαστουρωμέν
η
το
μαστουρωμέν
ο
κλητική
μαστουρωμέν
ε
μαστουρωμέν
η
μαστουρωμέν
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
μαστουρωμέν
οι
οι
μαστουρωμέν
ες
τα
μαστουρωμέν
α
γενική
των
μαστουρωμέν
ων
των
μαστουρωμέν
ων
των
μαστουρωμέν
ων
αιτιατική
τους
μαστουρωμέν
ους
τις
μαστουρωμέν
ες
τα
μαστουρωμέν
α
κλητική
μαστουρωμέν
οι
μαστουρωμέν
ες
μαστουρωμέν
α
Κατηγορία
όπως «
αγαπημένος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Μετοχή
επεξεργασία
μαστουρωμένος, -η, -ο
μετοχή
παθητικού
παρακειμένου
μαστουρώνω
Μεταφράσεις
επεξεργασία
μαστουρωμένος
αγγλικά
:
stoned
(en)
[1]
[2]
γαλλικά
:
défoncé
(fr)