πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
κιννᾰβᾰρῐ- κιννᾰβᾰρε-
ονομαστική τὸ κιννάβαρῐ τὰ κινναβάρη
& κινναβάρε
      γενική τοῦ κινναβάρεως τῶν κινναβάρεων
      δοτική τῷ κινναβάρει τοῖς κινναβάρεσῐ(ν)
    αιτιατική τὸ κιννάβαρῐ τὰ κινναβάρη
& κινναβάρε
     κλητική ! κιννάβαρῐ κινναβάρη
& κινναβάρε
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  κινναβάρει
γεν-δοτ τοῖν  κινναβαρέοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'σίναπι' όπως «σίναπι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία

κιννάβαρι, -εως ουδέτερο

  1. (ορυκτολογία) κιννάβαρι (Χρειάζεται τεκμηρίωση…)
  2. αίμα κάποιου δράκου κατά κάποιες δοξασίες
  3. (ελληνιστική σημασία, φυτό_ συνώνυμο του ἐρυθρόδανον, ή ἐρευθέδανον, η μανόλια

Άλλες μορφές

επεξεργασία

Αναφορές

επεξεργασία
  1. Beekes, Robert S. P. (2010) Etymological Dictionary of Greek. [Ετυμολογικό λεξικό της ελληνικής γλώσσας] (στα αγγλικά) με την αρωγή του Lucien van Beek. Leiden: Brill. Τόμοι 12.