κιννάβαρις
Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|---|
κιννᾰβᾰρῐ- κιννᾰβᾰρε- | |||||
ονομαστική | ὁ | κιννάβαρῐς | οἱ | κινναβάρεις | |
γενική | τοῦ | κινναβάρεως | τῶν | κινναβάρεων | |
δοτική | τῷ | κινναβάρει | τοῖς | κινναβάρεσῐ(ν) | |
αιτιατική | τὸν | κιννάβαρῐν | τοὺς | κινναβάρεις | |
κλητική ὦ! | κιννάβαρῐ | κινναβάρεις | |||
δυϊκός | |||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | κινναβάρει | |||
γεν-δοτ | τοῖν | κινναβαρέοιν | |||
3η κλίση, Κατηγορία 'δύναμις' όπως «δύναμις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ουσιαστικό επεξεργασία
κιννάβαρις, -εως αρσενικό
- μορφή του ουδέτερου κιννάβαρι
Πηγές επεξεργασία
- κιννάβαρις - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.