πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
κιννᾰβᾰρῐ- κιννᾰβᾰρε-
ονομαστική κιννάβαρῐς οἱ κινναβάρεις
      γενική τοῦ κινναβάρεως τῶν κινναβάρεων
      δοτική τῷ κινναβάρει τοῖς κινναβάρεσῐ(ν)
    αιτιατική τὸν κιννάβαρῐν τοὺς κινναβάρεις
     κλητική ! κιννάβαρῐ κινναβάρεις
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  κινναβάρει
γεν-δοτ τοῖν  κινναβαρέοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'δύναμις' όπως «δύναμις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ουσιαστικό

επεξεργασία

κιννάβαρις, -εως αρσενικό