κινησιολογικός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- κινησιολογικός < κινησιολογ(ία) + -ικός
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ci.ni.si.o.lo.ʝiˈkos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κι‐νη‐σι‐ο‐λο‐γι‐κός
Επίθετο επεξεργασία
κινησιολογικός, -ή, -ό
- (ιατρική) που έχει σχέση με την κινησιολογία ή αναφέρεται σʼ αυτή
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τις λέξεις κινησιολογία, κινώ και λέγω
Μεταφράσεις επεξεργασία
κινησιολογικός