κινησιολογία
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- κινησιολογία < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική kinesiology < αρχαία ελληνική κίνησις + -logy (-λογία < λέγω) [1]
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ci.ni.si.o.loˈʝi.a/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κι‐νη‐σι‐ο‐λο‐γί‐α
Ουσιαστικό επεξεργασία
κινησιολογία θηλυκό
- (ιατρική) η μελέτη της κίνησης μελών του σώματος και η προσπάθεια θεραπείας δυσλειτουργικών κινήσεων
- (χορός) η διδασκαλία των κατάλληλων σωματικών κινήσεων, ώστε να εξυπηρετηθούν θεατρικές, κινηματογραφικές ή χορευτικές ανάγκες
Συγγενικά επεξεργασία
- κινησιολογικός
- → δείτε τις λέξεις κινώ και λέγω
Μεταφράσεις επεξεργασία
κινησιολογία
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ κινησιολογία - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας