κερδαλέος
Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- κερδαλέος < → λείπει η ετυμολογία
Επίθετο επεξεργασία
κερδαλέος,-α, -ον, συγκριτικός :κερδαλεώτερος, υπερθετικός : κερδαλεώτατος
- δόλιος, πανούργος, πονηρός, ευφυής
- ※ 5ος/4oς αιώνας πκε ⌘ Πλάτων, Πολιτεία, 365c
- πρόθυρα μὲν καὶ σχῆμα κύκλῳ περὶ ἐμαυτὸν σκιαγραφίαν ἀρετῆς περιγραπτέον, τὴν δὲ τοῦ σοφωτάτου Ἀρχιλόχου ἀλώπεκα ἑλκτέον ἐξόπισθεν κερδαλέαν καὶ ποικίλην.
- θα περιβληθώ λοιπόν ολόγυρά μου μ᾽ όλα τα προσχήματα και τη σκιαγραφία της αρετής και θα σέρνω ξοπίσω μου την πονηρή εκείνη και τετραπέρατη αλεπού, που λέει κι ο σοφότατος Αρχίλοχος.
- Μετάφραση (1911), Ιωάννης Γρυπάρης @greek‑language.gr
- πρόθυρα μὲν καὶ σχῆμα κύκλῳ περὶ ἐμαυτὸν σκιαγραφίαν ἀρετῆς περιγραπτέον, τὴν δὲ τοῦ σοφωτάτου Ἀρχιλόχου ἀλώπεκα ἑλκτέον ἐξόπισθεν κερδαλέαν καὶ ποικίλην.
- ※ 5ος/4oς αιώνας πκε ⌘ Πλάτων, Πολιτεία, 365c
- (για πράγματα) επικερδής, ωφέλιμος
- ※ 5ος αιώνας πκε ⌘ Αριστοφάνης, Ὄρνιθες, 593-595
- τὰ μέταλλ᾽ αὐτοῖς μαντευομένοις οὗτοι δώσουσι τὰ χρηστά, | τάς τ᾽ ἐμπορίας τὰς κερδαλέας πρὸς τὸν μάντιν κατεροῦσιν, | ὥστ᾽ ἀπολεῖται τῶν ναυκλήρων οὐδείς.
- Θα ρωτούνε πουλιά μαντικά, να τους λεν πού θα βρούνε καλά μεταλλεία· | και για εμπόρια που κέρδη να δώσουν μπορούν τα πουλιά θα μιλούνε στο μάντη· | και κανείς ναυτικός δε θα χάνεται πια.
- Μετάφραση (1967): Θρασύβουλος Σταύρου @greek‑language.gr
- τὰ μέταλλ᾽ αὐτοῖς μαντευομένοις οὗτοι δώσουσι τὰ χρηστά, | τάς τ᾽ ἐμπορίας τὰς κερδαλέας πρὸς τὸν μάντιν κατεροῦσιν, | ὥστ᾽ ἀπολεῖται τῶν ναυκλήρων οὐδείς.
- ※ 5ος αιώνας πκε ⌘ Αριστοφάνης, Ὄρνιθες, 593-595
- (βιολογία) (το θηλυκό ως ουσιαστικό κερδαλέη ή κερδαλῆ) αλεπού, δέρμα της αλεπούς
Συγγενικά επεξεργασία
Εκφράσεις επεξεργασία
- τὸ κερδαλέον: το κέρδος
- ※ 5ος/4oς αιώνας πκε ⌘ Πλάτων, Πολιτεία, 336c-336d
- καὶ ὅπως μοι μὴ ἐρεῖς ὅτι τὸ δέον ἐστὶν μηδ᾽ ὅτι τὸ ὠφέλιμον μηδ᾽ ὅτι τὸ λυσιτελοῦν μηδ᾽ ὅτι τὸ κερδαλέον μηδ᾽ ὅτι τὸ συμφέρον, ἀλλὰ σαφῶς μοι καὶ ἀκριβῶς λέγε ὅτι ἂν λέγῃς·
- πρόσεχε όμως να μη μου απαντήσεις πως είναι εκείνο, που ταιριάζει, εκείνο που ωφελεί, ή εκείνο που φέρνει κέρδος, ή εκείνο που συμφέρει, αλλά να μου λες καθαρά και ξάστερα ό,τι έχεις να πεις·
- Μετάφραση (1911), Ιωάννης Γρυπάρης @greek‑language.gr
- καὶ ὅπως μοι μὴ ἐρεῖς ὅτι τὸ δέον ἐστὶν μηδ᾽ ὅτι τὸ ὠφέλιμον μηδ᾽ ὅτι τὸ λυσιτελοῦν μηδ᾽ ὅτι τὸ κερδαλέον μηδ᾽ ὅτι τὸ συμφέρον, ἀλλὰ σαφῶς μοι καὶ ἀκριβῶς λέγε ὅτι ἂν λέγῃς·
- ※ 5ος/4oς αιώνας πκε ⌘ Πλάτων, Πολιτεία, 336c-336d
Πηγές επεξεργασία
- κερδαλέος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- κερδαλέος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.