Ετυμολογία

επεξεργασία
κερδαίνω < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική κερδαίνω. Μορφολογικά αναλύεται σε κέρδ(ος) + -αίνω

κερδαίνω

Μεταφράσεις

επεξεργασία



Ετυμολογία

επεξεργασία

κερδαίνω (μεταβατικό) και (αμετάβατο)

  1. κερδίζω, αποκτώ
    κερδαίνω τη ζωή μου: βγάζω τα προς το ζην, τα έξοδά μου
    κερδαίνω τους κόπους μου: ανταμείβομαι για τις προσπάθειές μου
  2. κατορθώνω
  3. νικώ
    κερδαίνω τον πόλεμο, τη μάχη

Συνώνυμα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία



Ετυμολογία

επεξεργασία