κερατάς
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | κερατάς | οι | κερατάδες |
γενική | του | κερατά | των | κερατάδων |
αιτιατική | τον | κερατά | τους | κερατάδες |
κλητική | κερατά | κερατάδες | ||
Κατηγορία όπως «ψαράς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίακερατάς αρσενικό
- ο απατημένος σύζυγος, χαρακτηρισμός που θεωρείται υβριστικός
- (οικείο) κορόιδο που δεν βλέπει τι γίνεται γύρω του όπως, συνήθως, ο απατημένος σύζυγος
- ο κατεργάρης, ο πονηρός ή δόλιος άνθρωπος
- (οικείο) ζωηρό και έξυπνο παιδί (και κερατούκλικο)
Συγγενικά
επεξεργασία- κερατούκλης, κερατούκλα, κερατούκλικο
- κερατώνω
- → δείτε τη λέξη κέρατο
Σύνθετα
επεξεργασίαΕκφράσεις
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία- ↑ Σύμφωνα με ορισμένους, τα κερασφόρα ζώα δεν συνηθίζουν να ζουν κατά ζεύγη, δεν έχουν δηλαδή σταθερό ταίρι. Από εκεί θεωρείται ότι προέρχεται ο παραλληλισμός με τη μοιχεία που βρίσκεται μέσα στην έννοια του κερατά, απατημένος σύζυγος.