Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο κερατάς οι κερατάδες
      γενική του κερατά των κερατάδων
    αιτιατική τον κερατά τους κερατάδες
     κλητική κερατά κερατάδες
Κατηγορία όπως «ψαράς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

κερατάς < κέρατο + -άς[1]

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ce.ɾaˈtas/

  Ουσιαστικό επεξεργασία

κερατάς αρσενικό

  1. ο απατημένος σύζυγος, χαρακτηρισμός που θεωρείται υβριστικός
  2. (οικείο) κορόιδο που δεν βλέπει τι γίνεται γύρω του όπως, συνήθως, ο απατημένος σύζυγος
  3. ο κατεργάρης, ο πονηρός ή δόλιος άνθρωπος
  4. (οικείο) ζωηρό και έξυπνο παιδί (και κερατούκλικο)

Συγγενικά επεξεργασία

Σύνθετα επεξεργασία

Εκφράσεις επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  1. Σύμφωνα με ορισμένους, τα κερασφόρα ζώα δεν συνηθίζουν να ζουν κατά ζεύγη, δεν έχουν δηλαδή σταθερό ταίρι. Από εκεί θεωρείται ότι προέρχεται ο παραλληλισμός με τη μοιχεία που βρίσκεται μέσα στην έννοια του κερατά, απατημένος σύζυγος.