Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο καφετζής οι καφετζήδες
      γενική του καφετζή των καφετζήδων
    αιτιατική τον καφετζή τους καφετζήδες
     κλητική καφετζή καφετζήδες
Κατηγορία όπως «μπαλωματής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
 
καφετζής την ώρα της δουλειάς

  Ετυμολογία επεξεργασία

καφετζής < (άμεσο δάνειο) τουρκική kahveci (καφές + -τζής)

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ka.feˈd͡zis/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κα‐φε‐τζής

  Ουσιαστικό επεξεργασία

καφετζής αρσενικό (θηλυκό: καφετζού)

  1. (επάγγελμα) ο ιδιοκτήτης καφενείου
     συνώνυμα: καφεπώλης
  2. (επάγγελμα) ο υπάλληλος καφενείου
    ※  Μανόλη, πες, σε παρακαλώ, του καφετζή να φέρει δυο καφεδάκια περιποιημένα. (Αντώνης Σουρούνης (1983) Τα τύμπανα της κοιλιάς και του πολέμου [διήγημα])

Συγγενικά επεξεργασία

→ δείτε και τη λέξη καφές

  Μεταφράσεις επεξεργασία