cafetier
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαγένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | cafetier | cafetiers |
θηλυκό | cafetière | cafetières |
Ουσιαστικό
επεξεργασίαcafetier (fr) αρσενικό
- ο καφετζής
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | cafetier | cafetiers |
θηλυκό | cafetière | cafetières |
cafetier (fr) αρσενικό