καφετζού
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- καφετζού < καφετζ(ής) + κατάληξη θηλυκού -ού
Ουσιαστικό
επεξεργασίακαφετζού θηλυκό
- (επάγγελμα) θηλυκό του καφετζής: η ιδιοκτήτρια ενός καφενείου
- (μεταφορικά) αυτή που προσπαθεί να μαντέψει τα μελλούμενα μέσα από το υπόλειμμα του καφέ στο φλιτζάνι
- → δείτε λέω τον καφέ
Μεταφράσεις
επεξεργασίαγια γλώσσες που δεν έχουν ξεχωριστή λέξη για το θηλυκό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε καφετζής
καφετζού
|
που «λέει τον καφέ»
|
Πηγές
επεξεργασία- καφετζής, καφετζού, καφετζού - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας