Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο καφεπώλης οι καφεπώλες
      γενική του καφεπώλη των καφεπωλών
    αιτιατική τον καφεπώλη τους καφεπώλες
     κλητική καφεπώλη καφεπώλες
Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

καφεπώλης < καφέ(ς) + -πώλης

  Ουσιαστικό επεξεργασία

καφεπώλης[1] αρσενικό (θηλυκό καφεπώλισσα)

  1. αυτός που πουλάει προϊόντα του καφέ σε καφεκοπτείο
  2. (επάγγελμα) αυτός που πουλάει και σερβίρει ρόφημα καφέ σε καφενείο, καφετέρια, ο καφετζής

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία

  1. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.  (Αʹ έκδοση: 1998)