καφεκοπτείο
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- καφεκοπτείο < καφεκόπτης + -είο
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ka.fe.koˈptio/
Ουσιαστικό επεξεργασία
καφεκοπτείο ουδέτερο
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τις λέξεις καφεκόπτης, καφές και κόβω