καφεκόπτης
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίακαφεκόπτης αρσενικό
Συγγενικά
επεξεργασία- καφεκοπτείο
- καφεκοτπικός
- → δείτε τις λέξεις καφές και κόβω
Μεταφράσεις
επεξεργασία καφεκόπτης
καφεκόπτης αρσενικό