Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
καφεκόπτης
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Συγγενικές λέξεις
1.2.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
ο
καφεκόπτ
ης
οι
καφεκόπτ
ες
γενική
του
καφεκόπτ
η
των
καφεκοπτ
ών
αιτιατική
τον
καφεκόπτ
η
τους
καφεκόπτ
ες
κλητική
καφεκόπτ
η
καφεκόπτ
ες
Κατηγορία
όπως «
ναύτης
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
καφεκόπτης
<
καφές
+
-ο-
+
κόβω
+
-της
Ουσιαστικό
επεξεργασία
καφεκόπτης
αρσενικό
μηχανή
ή
συσκευή
στην οποία
αλέθουμε
τους
κόκκους
του
καφέ
Συγγενικές λέξεις
επεξεργασία
καφεκοπτείο
καφεκοτπικός
→
δείτε
τις λέξεις
καφές
και
κόβω
Μεταφράσεις
επεξεργασία
καφεκόπτης