• Αρχική σελίδα
  • Τυχαίο
  • Κοντινά
  • Σύνδεση
  • Ρυθμίσεις
  • Δωρεές
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
Βικιλεξικό

καφεκόπτης

  • Γλώσσα
  • Παρακολούθηση
  • Επεξεργασία

Πίνακας περιεχομένων

  • 1 Νέα ελληνικά (el)
    • 1.1 Ετυμολογία
    • 1.2 Ουσιαστικό
      • 1.2.1 Συγγενικές λέξεις
      • 1.2.2 Μεταφράσεις

Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο καφεκόπτης οι καφεκόπτες
      γενική του καφεκόπτη των καφεκοπτών
    αιτιατική τον καφεκόπτη τους καφεκόπτες
     κλητική καφεκόπτη καφεκόπτες
Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία Επεξεργασία

καφεκόπτης < καφές + -ο- + κόβω + -της

  ΟυσιαστικόΕπεξεργασία

καφεκόπτης αρσενικό

  • μηχανή ή συσκευή στην οποία αλέθουμε τους κόκκους του καφέ

Συγγενικές λέξειςΕπεξεργασία

  • καφεκοπτείο
  • καφεκοτπικός
  • → δείτε τις λέξεις καφές και κόβω

  ΜεταφράσειςΕπεξεργασία

    καφεκόπτης
Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/w/index.php?title=καφεκόπτης&oldid=5482635"
Τελευταία επεξεργασία στις 31 Ιανουαρίου 2022, στις 03:20
Βικιλεξικό
  • Η σελίδα αυτή τροποποιήθηκε τελευταία φορά στις 31 Ιανουαρίου 2022, στις 03:20.
  • Το περιεχόμενο είναι διαθέσιμο υπό CC BY-SA 3.0 εκτός αν αναφέρεται διαφορετικά.
  • Προστασία Προσωπικών Δεδομένων
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
  • Όροι χρήσης
  • Επιφάνεια εργασίας
  • Προγραμματιστές
  • Στατιστικά
  • Δήλωση cookie