Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η κατεβασιά οι κατεβασιές
      γενική της κατεβασιάς των κατεβασιών
    αιτιατική την κατεβασιά τις κατεβασιές
     κλητική κατεβασιά κατεβασιές
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

κατεβασιά < (κληρονομημένο) ελληνιστική κοινή καταβασία[1] < αρχαία ελληνική κατάβασις < καταβαίνω < κατά + βαίνω

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ka.te.vaˈsça/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κα‐τε‐βα‐σιά

  Ουσιαστικό επεξεργασία

κατεβασιά θηλυκό

  1. (λαϊκότροπο) η ορμητική κύλιση των νερών ενός χειμάρρου ή ποταμού
    ※  Δεν υπήρχε γεφύρι, κάποια κατεβασιά το είχε κάποτε σαρώσει. (Θανάσης Βαλτινός, Ανάπλους, 2012 [μυθιστόρημα])
  2. (λαϊκότροπο) κατηφοριά
  3. (λαϊκότροπο, άνεμος) ο καταβάτης άνεμος

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία