κατεβασιά
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | κατεβασιά | οι | κατεβασιές |
γενική | της | κατεβασιάς | των | κατεβασιών |
αιτιατική | την | κατεβασιά | τις | κατεβασιές |
κλητική | κατεβασιά | κατεβασιές | ||
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- κατεβασιά < (κληρονομημένο) ελληνιστική κοινή καταβασία[1] < αρχαία ελληνική κατάβασις < καταβαίνω < κατά + βαίνω
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ka.te.vaˈsça/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κα‐τε‐βα‐σιά
Ουσιαστικό επεξεργασία
κατεβασιά θηλυκό
- (λαϊκότροπο) η ορμητική κύλιση των νερών ενός χειμάρρου ή ποταμού
- ※ Δεν υπήρχε γεφύρι, κάποια κατεβασιά το είχε κάποτε σαρώσει. (Θανάσης Βαλτινός, Ανάπλους, 2012 [μυθιστόρημα])
- (λαϊκότροπο) κατηφοριά
- (λαϊκότροπο, άνεμος) ο καταβάτης άνεμος
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
κατεβασιά
|
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ κατεβασιά - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας