κατασκεπασμένος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- κατασκεπασμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος κατασκεπάζω < ελληνιστική κοινή κατασκεπάζω < κατά + αρχαία ελληνική σκεπάζω
Επίθετο
επεξεργασίακατασκεπασμένος
- που έχει κατασκεπαστεί
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τις λέξεις κατασκεπάζω, σκεπάζω και σκεπή
Μεταφράσεις
επεξεργασία κατασκεπασμένος
|