κατασκεπάζω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- κατασκεπάζω ελληνιστική κοινή κατασκεπάζω < κατά + αρχαία ελληνική σκεπάζω
Ρήμα
επεξεργασίακατασκεπάζω (παθητική φωνή: κατασκεπάζομαι)
Συγγενικά
επεξεργασία- κατασκεπασμένος
- κατασκέπαστος
- → δείτε τις λέξεις κατά, σκεπάζω και σκεπή
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | κατασκεπάζω | κατασκέπαζα | θα κατασκεπάζω | να κατασκεπάζω | κατασκεπάζοντας | |
β' ενικ. | κατασκεπάζεις | κατασκέπαζες | θα κατασκεπάζεις | να κατασκεπάζεις | κατασκέπαζε | |
γ' ενικ. | κατασκεπάζει | κατασκέπαζε | θα κατασκεπάζει | να κατασκεπάζει | ||
α' πληθ. | κατασκεπάζουμε | κατασκεπάζαμε | θα κατασκεπάζουμε | να κατασκεπάζουμε | ||
β' πληθ. | κατασκεπάζετε | κατασκεπάζατε | θα κατασκεπάζετε | να κατασκεπάζετε | κατασκεπάζετε | |
γ' πληθ. | κατασκεπάζουν(ε) | κατασκέπαζαν κατασκεπάζαν(ε) |
θα κατασκεπάζουν(ε) | να κατασκεπάζουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | κατασκέπασα | θα κατασκεπάσω | να κατασκεπάσω | κατασκεπάσει | ||
β' ενικ. | κατασκέπασες | θα κατασκεπάσεις | να κατασκεπάσεις | κατασκέπασε | ||
γ' ενικ. | κατασκέπασε | θα κατασκεπάσει | να κατασκεπάσει | |||
α' πληθ. | κατασκεπάσαμε | θα κατασκεπάσουμε | να κατασκεπάσουμε | |||
β' πληθ. | κατασκεπάσατε | θα κατασκεπάσετε | να κατασκεπάσετε | κατασκεπάστε | ||
γ' πληθ. | κατασκέπασαν κατασκεπάσαν(ε) |
θα κατασκεπάσουν(ε) | να κατασκεπάσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω κατασκεπάσει | είχα κατασκεπάσει | θα έχω κατασκεπάσει | να έχω κατασκεπάσει | ||
β' ενικ. | έχεις κατασκεπάσει | είχες κατασκεπάσει | θα έχεις κατασκεπάσει | να έχεις κατασκεπάσει | ||
γ' ενικ. | έχει κατασκεπάσει | είχε κατασκεπάσει | θα έχει κατασκεπάσει | να έχει κατασκεπάσει | ||
α' πληθ. | έχουμε κατασκεπάσει | είχαμε κατασκεπάσει | θα έχουμε κατασκεπάσει | να έχουμε κατασκεπάσει | ||
β' πληθ. | έχετε κατασκεπάσει | είχατε κατασκεπάσει | θα έχετε κατασκεπάσει | να έχετε κατασκεπάσει | ||
γ' πληθ. | έχουν κατασκεπάσει | είχαν κατασκεπάσει | θα έχουν κατασκεπάσει | να έχουν κατασκεπάσει |
|
Μεταφράσεις
επεξεργασία κατασκεπάζω
|