κατασκεπάζομαι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΡηματικός τύπος
επεξεργασίακατασκεπάζομαι
- παθητική φωνή του ρήματος κατασκεπάζω
Κλίση
επεξεργασία Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | κατασκεπάζομαι | κατασκεπαζόμουν(α) | θα κατασκεπάζομαι | να κατασκεπάζομαι | ||
β' ενικ. | κατασκεπάζεσαι | κατασκεπαζόσουν(α) | θα κατασκεπάζεσαι | να κατασκεπάζεσαι | (κατασκεπάζου) | |
γ' ενικ. | κατασκεπάζεται | κατασκεπαζόταν(ε) | θα κατασκεπάζεται | να κατασκεπάζεται | ||
α' πληθ. | κατασκεπαζόμαστε | κατασκεπαζόμαστε κατασκεπαζόμασταν |
θα κατασκεπαζόμαστε | να κατασκεπαζόμαστε | ||
β' πληθ. | κατασκεπάζεστε | κατασκεπαζόσαστε κατασκεπαζόσασταν |
θα κατασκεπάζεστε | να κατασκεπάζεστε | (κατασκεπάζεστε) | |
γ' πληθ. | κατασκεπάζονται | κατασκεπάζονταν κατασκεπαζόντουσαν |
θα κατασκεπάζονται | να κατασκεπάζονται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | κατασκεπάστηκα | θα κατασκεπαστώ | να κατασκεπαστώ | κατασκεπαστεί | ||
β' ενικ. | κατασκεπάστηκες | θα κατασκεπαστείς | να κατασκεπαστείς | κατασκεπάσου | ||
γ' ενικ. | κατασκεπάστηκε | θα κατασκεπαστεί | να κατασκεπαστεί | |||
α' πληθ. | κατασκεπαστήκαμε | θα κατασκεπαστούμε | να κατασκεπαστούμε | |||
β' πληθ. | κατασκεπαστήκατε | θα κατασκεπαστείτε | να κατασκεπαστείτε | κατασκεπαστείτε | ||
γ' πληθ. | κατασκεπάστηκαν κατασκεπαστήκαν(ε) |
θα κατασκεπαστούν(ε) | να κατασκεπαστούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω κατασκεπαστεί | είχα κατασκεπαστεί | θα έχω κατασκεπαστεί | να έχω κατασκεπαστεί | κατασκεπασμένος | |
β' ενικ. | έχεις κατασκεπαστεί | είχες κατασκεπαστεί | θα έχεις κατασκεπαστεί | να έχεις κατασκεπαστεί | ||
γ' ενικ. | έχει κατασκεπαστεί | είχε κατασκεπαστεί | θα έχει κατασκεπαστεί | να έχει κατασκεπαστεί | ||
α' πληθ. | έχουμε κατασκεπαστεί | είχαμε κατασκεπαστεί | θα έχουμε κατασκεπαστεί | να έχουμε κατασκεπαστεί | ||
β' πληθ. | έχετε κατασκεπαστεί | είχατε κατασκεπαστεί | θα έχετε κατασκεπαστεί | να έχετε κατασκεπαστεί | ||
γ' πληθ. | έχουν κατασκεπαστεί | είχαν κατασκεπαστεί | θα έχουν κατασκεπαστεί | να έχουν κατασκεπαστεί |
Μεταφράσεις
επεξεργασία κατασκεπάζομαι
|