Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο κατασκέπαστος η κατασκέπαστη το κατασκέπαστο
      γενική του κατασκέπαστου της κατασκέπαστης του κατασκέπαστου
    αιτιατική τον κατασκέπαστο την κατασκέπαστη το κατασκέπαστο
     κλητική κατασκέπαστε κατασκέπαστη κατασκέπαστο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι κατασκέπαστοι οι κατασκέπαστες τα κατασκέπαστα
      γενική των κατασκέπαστων των κατασκέπαστων των κατασκέπαστων
    αιτιατική τους κατασκέπαστους τις κατασκέπαστες τα κατασκέπαστα
     κλητική κατασκέπαστοι κατασκέπαστες κατασκέπαστα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

κατασκέπαστος < ελληνιστική κοινή κατασκεπαστός < κατασκεπάζω < κατά + αρχαία ελληνική σκεπάζω

  Επίθετο επεξεργασία

κατασκέπαστος

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία