καρβουναριό
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- καρβουναριό < κάρβουν(ο) + -αριό
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /kaɾ.vu.naɾˈʝo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κατ‐βου‐να‐ριό
Ουσιαστικό
επεξεργασίακαρβουναριό ουδέτερο
Μεταφράσεις
επεξεργασία ανεπίσημος όρος για την καρβουναποθήκη
μαγαζί για κάρβουνα
→ δείτε τις λέξεις καρβουνάδικο και καρβουνοπωλείο |
Πηγές
επεξεργασία- καρβουναριό - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας