Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η καραμούζα οι καραμούζες
      γενική της καραμούζας των καραμουζών
    αιτιατική την καραμούζα τις καραμούζες
     κλητική καραμούζα καραμούζες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
 
καραμούζες

  Ετυμολογία επεξεργασία

καραμούζα < (άμεσο δάνειο) ιταλική cornamusa[1] < γαλλική cornemuse < corner + muser

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ka.ɾaˈmu.za/

  Ουσιαστικό επεξεργασία

καραμούζα θηλυκό

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία

  1. 1,0 1,1 1,2 καραμούζα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  2. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.  (Αʹ έκδοση: 1998)
  3. Από την οικογένεια της γκάιντας. Βλ. caramusa στην Αγγλόφωνη Wikipedia.