καραμούζα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ka.ɾaˈmu.za/
Ουσιαστικό επεξεργασία
καραμούζα θηλυκό
Δείτε επίσης επεξεργασία
- καραμούζα στη Βικιπαίδεια
- Καραμούζας (επώνυμο)
Μεταφράσεις επεξεργασία
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ 1,0 1,1 1,2 καραμούζα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
- ↑ Από την οικογένεια της γκάιντας. Βλ. caramusa στην Αγγλόφωνη Wikipedia.