Ετυμολογία

επεξεργασία
cornemuse < cornemuser < corner + muser

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /kɔʁ.nə.myz/

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
cornemuse cornemuses

cornemuse (fr) θηλυκό

Συγγενικά

επεξεργασία