Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το καρακόλι τα καρακόλια
      γενική
    αιτιατική το καρακόλι τα καρακόλια
     κλητική καρακόλι καρακόλια
Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

καρακόλι < (άμεσο δάνειο) τουρκική karakol +
Η τουρκική λέξη σύμφωνα με μία άποψη προέρχεται από τη βενετική caraguol [1] < ισπανική caracol ή σύμφωνα με άλλη άποψη από τη μογγολική karagul / qarayul (φρουρά). → δείτε τη λέξη καραούλι

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ka.ɾaˈko.li/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κα‐ρα‐κό‐λι

  Ουσιαστικό επεξεργασία

καρακόλι ουδέτερο

  1. (στρατιωτική αργκό) στρατονόμος
  2. (μεταφορικά, κρητικά) αστυνομική περίπολος
  3. (στρατιωτικός όρος, παρωχημένο) πολεμική τακτική έφιππων μονάδων κατά τον 16ο αιώνα
  4. (λαϊκό, παρωχημένο) δασοφύλακας
  5. (λαϊκό, παρωχημένο) χωροφύλακας
  6. (μεταφορικά, παρωχημένο) ενέδρα


Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία

  • Ορφανός, Βασίλης (2020) Τουρκικά δάνεια στα Ελληνικά της Κρήτης, Propylaeum, Heidelberg University Library 2020 (DOI), download.σελ.1-405.pdf, 1η έκδοση:2014