καρακόλι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | καρακόλι | τα | καρακόλια |
γενική | — | — | ||
αιτιατική | το | καρακόλι | τα | καρακόλια |
κλητική | καρακόλι | καρακόλια | ||
Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία
Προφορά
επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ka.ɾaˈko.li/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κα‐ρα‐κό‐λι
Ουσιαστικό
επεξεργασία
καρακόλι ουδέτερο
- (στρατιωτική αργκό) στρατονόμος
- (μεταφορικά, κρητικά) αστυνομική περίπολος
- (στρατιωτικός όρος, παρωχημένο) πολεμική τακτική έφιππων μονάδων κατά τον 16ο αιώνα
- (λαϊκό, παρωχημένο) δασοφύλακας
- (λαϊκό, παρωχημένο) χωροφύλακας
- (μεταφορικά, παρωχημένο) ενέδρα
Συγγενικά
επεξεργασία
Μεταφράσεις
επεξεργασία
καρακόλι
Αναφορές
επεξεργασία
- ↑ καρακόλι - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Πηγές
επεξεργασία
- Ορφανός, Βασίλης (2020) Τουρκικά δάνεια στα Ελληνικά της Κρήτης, Propylaeum, Heidelberg University Library 2020 (DOI), download.σελ.1-405.pdf, 1η έκδοση:2014