πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το καρακόλι τα καρακόλια
      γενική
    αιτιατική το καρακόλι τα καρακόλια
     κλητική καρακόλι καρακόλια
Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία
καρακόλι < (άμεσο δάνειο) τουρκική karakol +
Η τουρκική λέξη σύμφωνα με μία άποψη προέρχεται από τη βενετική caraguol [1] < ισπανική caracol ή σύμφωνα με άλλη άποψη από τη μογγολική karagul / qarayul (φρουρά).  δείτε τη λέξη καραούλι

Ουσιαστικό

επεξεργασία

Αναφορές

επεξεργασία
  • Ορφανός, Βασίλης (2020) Τουρκικά δάνεια στα Ελληνικά της Κρήτης, Propylaeum, Heidelberg University Library 2020 (DOI), download.σελ.1-405.pdf, 1η έκδοση:2014