forest ranger
Αγγλικά (en) επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
forest ranger | forest rangers |
Ετυμολογία επεξεργασία
Πολυλεκτικός όρος επεξεργασία
forest ranger (en)
- ο/η δασονόμος
Δείτε επίσης επεξεργασία
- forest ranger στην αγγλική Βικιπαίδεια
ενικός | πληθυντικός |
forest ranger | forest rangers |
forest ranger (en)