καρίνα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | καρίνα | οι | καρίνες |
γενική | της | καρίνας | — | |
αιτιατική | την | καρίνα | τις | καρίνες |
κλητική | καρίνα | καρίνες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- καρίνα < μεσαιωνική ελληνική καρίνα < λατινική carina < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *ḱerh₂-
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /kaˈɾi.na/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κα‐ρί‐να
Ουσιαστικό επεξεργασία
καρίνα θηλυκό
- (ναυπηγικός όρος) το κατώτερο τμήμα του σκελετού ενός πλοίου ή μιας βάρκας, που εκτείνεται από την πλώρη ως την πρύμνη· αποτελείται από ένα ή από περισσότερα ξύλινα ή σιδερένια δοκάρια και λειτουργεί ως αντίβαρο για την καλύτερη ισορροπία και πλεύση του σκάφους
Άλλες μορφές επεξεργασία
Συνώνυμα επεξεργασία
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη καρνάγιο