καρένα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | καρένα | οι | καρένες |
γενική | της | καρένας | των | καρενών |
αιτιατική | την | καρένα | τις | καρένες |
κλητική | καρένα | καρένες | ||
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- καρένα < ιταλική carena < λατινική carina < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *ḱerh₂-
Ουσιαστικό
επεξεργασίακαρένα θηλυκό
- (ναυπηγικός όρος) άλλη μορφή του καρίνα
Μεταφράσεις
επεξεργασία καρένα
|