• Αρχική σελίδα
  • Τυχαίο
  • Σύνδεση
  • Ρυθμίσεις
Donate Now If this site has been useful to you, please give today.
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
Βικιλεξικό

carena

  • Γλώσσα
  • Παρακολούθηση
  • Επεξεργασία

Πίνακας περιεχομένων

  • 1 Ιταλικά (it)
    • 1.1 Ετυμολογία
    • 1.2 Ουσιαστικό
      • 1.2.1 Συγγενικά
    • 1.3 Κύριο όνομα
      • 1.3.1 Πηγές

Ιταλικά (it)

επεξεργασία

Ετυμολογία

επεξεργασία
carena < γενοβέζικο carena < λατινική carīna < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *ḱerh₂- (κέρας, κορυφή)

Ουσιαστικό

επεξεργασία

carena (it) θηλυκό (πληθυντικός carene)

  • (ναυπηγικός όρος) η καρίνα ενός σκάφους
  • (ναυτικός όρος) το ίδιο το σκάφος

Συγγενικά

επεξεργασία
  • carenaggio (καρνάγιο)
  • carenare

Κύριο όνομα

επεξεργασία

carena (it)

  • (αστερισμός) Τρόπις

Πηγές

επεξεργασία
  • carena - Vocabolario Treccani online, Istituto della Enciclopedia Italiana (Istituto Treccani).
Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/w/index.php?title=carena&oldid=5577188"
Τελευταία επεξεργασία στις 4 Αυγούστου 2022, στις 11:54

Γλώσσες

    • Català
    • English
    • Español
    • Français
    • Galego
    • Magyar
    • Ido
    • Italiano
    • 한국어
    • Malagasy
    • Nederlands
    • Occitan
    • Polski
    • Português
    • Română
    • Русский
    Βικιλεξικό
    • Wikimedia Foundation
    • Powered by MediaWiki
    • Η σελίδα αυτή τροποποιήθηκε τελευταία φορά στις 4 Αυγούστου 2022, στις 11:54.
    • Το περιεχόμενο είναι διαθέσιμο υπό CC BY-SA 4.0 εκτός αν αναφέρεται διαφορετικά.
    • Προστασία Προσωπικών Δεδομένων
    • Σχετικά με Βικιλεξικό
    • Αποποίηση ευθυνών
    • Κώδικας συμπεριφοράς
    • Προγραμματιστές
    • Στατιστικά
    • Δήλωση cookie
    • Όροι χρήσης
    • Επιφάνεια εργασίας