Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
γενοβέζικος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
γενοβέζικ
ος
η
γενοβέζικ
η
το
γενοβέζικ
ο
γενική
του
γενοβέζικ
ου
της
γενοβέζικ
ης
του
γενοβέζικ
ου
αιτιατική
τον
γενοβέζικ
ο
τη
γενοβέζικ
η
το
γενοβέζικ
ο
κλητική
γενοβέζικ
ε
γενοβέζικ
η
γενοβέζικ
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
γενοβέζικ
οι
οι
γενοβέζικ
ες
τα
γενοβέζικ
α
γενική
των
γενοβέζικ
ων
των
γενοβέζικ
ων
των
γενοβέζικ
ων
αιτιατική
τους
γενοβέζικ
ους
τις
γενοβέζικ
ες
τα
γενοβέζικ
α
κλητική
γενοβέζικ
οι
γενοβέζικ
ες
γενοβέζικ
α
Κατηγορία
όπως «
όμορφος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
γενοβέζικος
<
Γενοβέζος
<
Γένοβα
Επίθετο
επεξεργασία
γενοβέζικος, -η, -ο
που αναφέρεται ή ανήκει στην ή προέρχεται από τη
Γένοβα
της Ιταλίας
Μεταφράσεις
επεξεργασία
γενοβέζικος