καπνοπαραγωγός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- καπνοπαραγωγός < καπνο- + -παραγωγός
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ka.pno.pa.ɾa.ɣoˈɣos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κα‐πνο‐πα‐ρα‐γω‐γός
Ουσιαστικό
επεξεργασίακαπνοπαραγωγός αρσενικό ή θηλυκό
- (για άνθρωπο) που καλλιεργεί και παράγει καπνό
Συγγενικά
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
→ γένη | αρσενικό & θηλυκό | ουδέτερο | ||||
ονομαστική | ο/η | καπνοπαραγωγός | το | καπνοπαραγωγό | ||
γενική | του/της | καπνοπαραγωγού | του | καπνοπαραγωγού | ||
αιτιατική | τον/την | καπνοπαραγωγό | το | καπνοπαραγωγό | ||
κλητική | καπνοπαραγωγέ | καπνοπαραγωγό | ||||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
→ γένη | αρσενικό & θηλυκό | ουδέτερο | ||||
ονομαστική | οι | καπνοπαραγωγοί | τα | καπνοπαραγωγά | ||
γενική | των | καπνοπαραγωγών | των | καπνοπαραγωγών | ||
αιτιατική | τους/τις | καπνοπαραγωγούς | τα | καπνοπαραγωγά | ||
κλητική | καπνοπαραγωγοί | καπνοπαραγωγά | ||||
Επίθετο που δε συνηθίζει τον νεότερο τύπο του θηλυκού σε -ή. | ||||||
ομάδα '-ός -ός -ό', Κατηγορία όπως «εξαγωγός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
καπνοπαραγωγός, -ός, -ό
- (για τόπο) που ευνοεί την καλλιέργεια και παράγει καπνό (σε μεγάλες ποσότητες)
Μεταφράσεις
επεξεργασία καπνοπαραγωγός
|
Πηγές
επεξεργασία- καπνοπαραγωγός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας