κανονιοφόρος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίακανονιοφόρος, -ος/-α, -ο
- που φέρει κανόνια
Ουσιαστικό
επεξεργασίακανονιοφόρος θηλυκό
- (ναυτικός όρος): εξειδικευμένος τύπος μικρού σχετικά πολεμικού πλοίου που φέρει στη πλώρη ή και στη πρύμνη μεγάλο πυροβόλο (κανόνι)
Συνώνυμα
επεξεργασία- πιτζιέμ εκ του αγγλικού όρου PGM
Δείτε επίσης
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία κανονιοφόρος