Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

κανονιοφόρος < κανόν(ι) + -ο- + -φόρος

  Επίθετο επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο κανονιοφόρος η κανονιοφόρος
κανονιοφόρα
το κανονιοφόρο
      γενική του κανονιοφόρου της κανονιοφόρου
κανονιοφόρας
του κανονιοφόρου
    αιτιατική τον κανονιοφόρο την κανονιοφόρο
κανονιοφόρα
το κανονιοφόρο
     κλητική κανονιοφόρε κανονιοφόρε
κανονιοφόρα
κανονιοφόρο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι κανονιοφόροι οι κανονιοφόροι
κανονιοφόρες
τα κανονιοφόρα
      γενική των κανονιοφόρων των κανονιοφόρων των κανονιοφόρων
    αιτιατική τους κανονιοφόρους τις κανονιοφόρους
κανονιοφόρες
τα κανονιοφόρα
     κλητική κανονιοφόροι κανονιοφόροι
κανονιοφόρες
κανονιοφόρα
ομάδα '-ος -ος -ο & -α', Κατηγορία όπως «ζημιογόνος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

κανονιοφόρος, -ος/-α, -ο

  • που φέρει κανόνια

  Ουσιαστικό επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η κανονιοφόρος οι κανονιοφόροι
      γενική της κανονιοφόρου των κανονιοφόρων
    αιτιατική την κανονιοφόρο τις κανονιοφόρους
     κλητική κανονιοφόρε κανονιοφόροι
Κατηγορία όπως «νόσος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

κανονιοφόρος θηλυκό

  • (ναυτικός όρος): εξειδικευμένος τύπος μικρού σχετικά πολεμικού πλοίου που φέρει στη πλώρη ή και στη πρύμνη μεγάλο πυροβόλο (κανόνι)

Συνώνυμα επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία