κανονιοστοιχία
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
κανονιοστοιχία θηλυκό
- (στρατιωτικός όρος) σειρά κανονιών ή πυροβόλων που τα έχουν τοποθετήσει σε παράταξη
- (συνεκδοχικά) (στρατιωτικός όρος) μονάδα πυροβολικού
Άλλες μορφές επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
κανονιοστοιχία
|
- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)