Δείτε επίσης: κιονοστοιχία, κανονιοστάσιο

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

 
είδος κανονιοστοιχίας
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η κανονιοστοιχία οι κανονιοστοιχίες
      γενική της κανονιοστοιχίας των κανονιοστοιχιών
    αιτιατική την κανονιοστοιχία τις κανονιοστοιχίες
     κλητική κανονιοστοιχία κανονιοστοιχίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

κανονιοστοιχία < κανόνι + -ο- + στοίχος + -ία ((μεταφραστικό δάνειο) γαλλική batterie[1])

  Ουσιαστικό επεξεργασία

κανονιοστοιχία θηλυκό

  1. (στρατιωτικός όρος) σειρά κανονιών ή πυροβόλων που τα έχουν τοποθετήσει σε παράταξη
  2. (συνεκδοχικά) (στρατιωτικός όρος) μονάδα πυροβολικού

Άλλες μορφές επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  1. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.  (Αʹ έκδοση: 1998)