καλυκοειδές
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- καλυκοειδές < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου καλυκοειδής (μεταφραστικό δάνειο από την αγγλική goblet cell)
Ουσιαστικό
επεξεργασίακαλυκοειδές[1] (εννοείται: κύτταρο) ουδέτερο
- (βιολογία) κύτταρο σε σχήμα κάλυκα που βρίσκεται στο επιθήλιο της αναπνευστικής και εντερικής οδού που εκκρίνει τα κύρια συστατικά της βλέννας
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη κάλυκας
Δείτε επίσης
επεξεργασία- Goblet cell στην αγγλική Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις
επεξεργασία καλυκοειδές
- ↑ καλυκοειδές - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη. (συντομογραφίες)