↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το καλυκοειδές τα καλυκοειδή
      γενική του καλυκοειδούς των καλυκοειδών
    αιτιατική το καλυκοειδές τα καλυκοειδή
     κλητική καλυκοειδές καλυκοειδή
Κατηγορία όπως «αιλουροειδές» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
καλυκοειδές < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου καλυκοειδής (μεταφραστικό δάνειο από την αγγλική goblet cell)

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

καλυκοειδές[1] (εννοείται: κύτταρο) ουδέτερο

Συγγενικά

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία
  1. καλυκοειδές - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη.  (συντομογραφίες)