καλοεξετασμένος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- καλοεξετασμένος: μετοχή παθητικού παρακειμένου καλοεξετάζω. Αναλύεται σε καλο- + εξετασμένος
Μετοχή επεξεργασία
καλοεξετασμένος, -η, -ο
- που έχει καλοεξεταστεί
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τις λέξεις καλοεξετάζω, καλός και εξετάζω
Μεταφράσεις επεξεργασία
καλοεξετασμένος
|