καλοεξετάζω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ka.lo.e.kseˈta.zo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κα‐λο‐ε‐ξε‐τά‐ζω
Ρήμα
επεξεργασίακαλοεξετάζω, αόρ.: καλοεξέτασα, παθ.φωνή: καλοεξετάζομαι, π.αόρ.: καλοεξετάστηκα, μτχ.π.π.: καλοεξετασμένος
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία- καλοεξετασμένος
- → δείτε τις λέξεις καλός και εξετάζω
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | καλοεξετάζω | καλοεξέταζα | θα καλοεξετάζω | να καλοεξετάζω | καλοεξετάζοντας | |
β' ενικ. | καλοεξετάζεις | καλοεξέταζες | θα καλοεξετάζεις | να καλοεξετάζεις | καλοεξέταζε | |
γ' ενικ. | καλοεξετάζει | καλοεξέταζε | θα καλοεξετάζει | να καλοεξετάζει | ||
α' πληθ. | καλοεξετάζουμε | καλοεξετάζαμε | θα καλοεξετάζουμε | να καλοεξετάζουμε | ||
β' πληθ. | καλοεξετάζετε | καλοεξετάζατε | θα καλοεξετάζετε | να καλοεξετάζετε | καλοεξετάζετε | |
γ' πληθ. | καλοεξετάζουν(ε) | καλοεξέταζαν καλοεξετάζαν(ε) |
θα καλοεξετάζουν(ε) | να καλοεξετάζουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | καλοεξέτασα | θα καλοεξετάσω | να καλοεξετάσω | καλοεξετάσει | ||
β' ενικ. | καλοεξέτασες | θα καλοεξετάσεις | να καλοεξετάσεις | καλοεξέτασε | ||
γ' ενικ. | καλοεξέτασε | θα καλοεξετάσει | να καλοεξετάσει | |||
α' πληθ. | καλοεξετάσαμε | θα καλοεξετάσουμε | να καλοεξετάσουμε | |||
β' πληθ. | καλοεξετάσατε | θα καλοεξετάσετε | να καλοεξετάσετε | καλοεξετάστε | ||
γ' πληθ. | καλοεξέτασαν καλοεξετάσαν(ε) |
θα καλοεξετάσουν(ε) | να καλοεξετάσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω καλοεξετάσει | είχα καλοεξετάσει | θα έχω καλοεξετάσει | να έχω καλοεξετάσει | ||
β' ενικ. | έχεις καλοεξετάσει | είχες καλοεξετάσει | θα έχεις καλοεξετάσει | να έχεις καλοεξετάσει | έχε καλοεξετασμένο | |
γ' ενικ. | έχει καλοεξετάσει | είχε καλοεξετάσει | θα έχει καλοεξετάσει | να έχει καλοεξετάσει | ||
α' πληθ. | έχουμε καλοεξετάσει | είχαμε καλοεξετάσει | θα έχουμε καλοεξετάσει | να έχουμε καλοεξετάσει | ||
β' πληθ. | έχετε καλοεξετάσει | είχατε καλοεξετάσει | θα έχετε καλοεξετάσει | να έχετε καλοεξετάσει | έχετε καλοεξετασμένο | |
γ' πληθ. | έχουν καλοεξετάσει | είχαν καλοεξετάσει | θα έχουν καλοεξετάσει | να έχουν καλοεξετάσει | ||
Συντελεσμένοι χρόνοι β΄ (μεταβατικοί) | ||||||
Παρακείμενος | έχω (έχεις, έχει, έχουμε, έχετε, έχουν) καλοεξετασμένο | |||||
Υπερσυντέλικος | είχα (είχες, είχε , είχαμε, είχατε, είχαν) καλοεξετασμένο | |||||
Συντελ. Μέλλ. | θα έχω (θα έχεις, θα έχει, θα έχουμε, θα έχετε, θα έχουν) καλοεξετασμένο | |||||
Υποτακτική | να έχω (να έχεις, να έχει, να έχουμε, να έχετε, να έχουν) καλοεξετασμένο |
Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | καλοεξετάζομαι | καλοεξεταζόμουν(α) | θα καλοεξετάζομαι | να καλοεξετάζομαι | ||
β' ενικ. | καλοεξετάζεσαι | καλοεξεταζόσουν(α) | θα καλοεξετάζεσαι | να καλοεξετάζεσαι | ||
γ' ενικ. | καλοεξετάζεται | καλοεξεταζόταν(ε) | θα καλοεξετάζεται | να καλοεξετάζεται | ||
α' πληθ. | καλοεξεταζόμαστε | καλοεξεταζόμαστε καλοεξεταζόμασταν |
θα καλοεξεταζόμαστε | να καλοεξεταζόμαστε | ||
β' πληθ. | καλοεξετάζεστε | καλοεξεταζόσαστε καλοεξεταζόσασταν |
θα καλοεξετάζεστε | να καλοεξετάζεστε | (καλοεξετάζεστε) | |
γ' πληθ. | καλοεξετάζονται | καλοεξετάζονταν καλοεξεταζόντουσαν |
θα καλοεξετάζονται | να καλοεξετάζονται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | καλοεξετάστηκα | θα καλοεξεταστώ | να καλοεξεταστώ | καλοεξεταστεί | ||
β' ενικ. | καλοεξετάστηκες | θα καλοεξεταστείς | να καλοεξεταστείς | καλοεξετάσου | ||
γ' ενικ. | καλοεξετάστηκε | θα καλοεξεταστεί | να καλοεξεταστεί | |||
α' πληθ. | καλοεξεταστήκαμε | θα καλοεξεταστούμε | να καλοεξεταστούμε | |||
β' πληθ. | καλοεξεταστήκατε | θα καλοεξεταστείτε | να καλοεξεταστείτε | καλοεξεταστείτε | ||
γ' πληθ. | καλοεξετάστηκαν καλοεξεταστήκαν(ε) |
θα καλοεξεταστούν(ε) | να καλοεξεταστούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω καλοεξεταστεί | είχα καλοεξεταστεί | θα έχω καλοεξεταστεί | να έχω καλοεξεταστεί | καλοεξετασμένος | |
β' ενικ. | έχεις καλοεξεταστεί | είχες καλοεξεταστεί | θα έχεις καλοεξεταστεί | να έχεις καλοεξεταστεί | ||
γ' ενικ. | έχει καλοεξεταστεί | είχε καλοεξεταστεί | θα έχει καλοεξεταστεί | να έχει καλοεξεταστεί | ||
α' πληθ. | έχουμε καλοεξεταστεί | είχαμε καλοεξεταστεί | θα έχουμε καλοεξεταστεί | να έχουμε καλοεξεταστεί | ||
β' πληθ. | έχετε καλοεξεταστεί | είχατε καλοεξεταστεί | θα έχετε καλοεξεταστεί | να έχετε καλοεξεταστεί | ||
γ' πληθ. | έχουν καλοεξεταστεί | είχαν καλοεξεταστεί | θα έχουν καλοεξεταστεί | να έχουν καλοεξεταστεί | ||
Συντελεσμένοι χρόνοι (β΄ τύποι) | ||||||
Παρακείμενος | είμαι, είσαι, είναι καλοεξετασμένος - είμαστε, είστε, είναι καλοεξετασμένοι | |||||
Υπερσυντέλικος | ήμουν, ήσουν, ήταν καλοεξετασμένος - ήμαστε, ήσαστε, ήταν καλοεξετασμένοι | |||||
Συντελ. Μέλλ. | θα είμαι, θα είσαι, θα είναι καλοεξετασμένος - θα είμαστε, θα είστε, θα είναι καλοεξετασμένοι | |||||
Υποτακτική | να είμαι, να είσαι, να είναι καλοεξετασμένος - να είμαστε, να είστε, να είναι καλοεξετασμένοι |
Μεταφράσεις
επεξεργασία καλοεξετάζω