Ετυμολογία

επεξεργασία
καλοξετάζω < καλοεξετάζω, καλο- + εξετάζω με αποβολή του αρχικού [e] για αποφυγή της χασμωδίας. Όπως και στο ερημοκλησιά. Δείτε και το μεσαιωνικό 'ξετάζω
ΔΦΑ : /ka.lo.kseˈta.zo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: καλοξετάζω

καλοξετάζω

Συγγενικά

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία
  • (Χρειάζεται τεκμηρίωση…)