καλοεξετασμένων
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΚλιτικός τύπος μετοχής
επεξεργασίακαλοεξετασμένων
- γενική πληθυντικού, αρσενικού γένους του καλοεξετασμένος
- γενική πληθυντικού, θηλυκού γένους του καλοεξετασμένος
- γενική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του καλοεξετασμένος