εξετασμένος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- εξετασμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου εξετάζω, εξετάζομαι
Μετοχή
επεξεργασίαεξετασμένος, -η, -ο
- → δείτε τη λέξη εξετάζομαι
Μεταφράσεις
επεξεργασία εξετασμένος
|
εξετασμένος, -η, -ο
|