Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο κακόδοξος η κακόδοξη το κακόδοξο
      γενική του κακόδοξου της κακόδοξης του κακόδοξου
    αιτιατική τον κακόδοξο την κακόδοξη το κακόδοξο
     κλητική κακόδοξε κακόδοξη κακόδοξο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι κακόδοξοι οι κακόδοξες τα κακόδοξα
      γενική των κακόδοξων των κακόδοξων των κακόδοξων
    αιτιατική τους κακόδοξους τις κακόδοξες τα κακόδοξα
     κλητική κακόδοξοι κακόδοξες κακόδοξα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

κακόδοξος < ελληνιστική κοινή κακόδοξος (παρόμοια σημασία) < αρχαία ελληνική κακόδοξος < κακός + δόξα

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /kaˈko.ðo.ksos/

  Επίθετο επεξεργασία

κακόδοξος, -η, -ο

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία



Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm) επεξεργασία

Πτώση Ενικός Πληθυντικός
Ονομαστική ὁ, ἡ κακόδοξος τὸ κακόδοξον οἱ, αἱ κακόδοξοι τὰ κακόδοξα
Γενική τοῦ, τῆς κακοδόξου τοῦ κακοδόξου τῶν κακοδόξων τῶν κακοδόξων
Δοτική τῷ, τῇ κακοδόξῳ τῷ κακοδόξῳ τοῖς, ταῖς κακοδόξοις τοῖς κακοδόξοις
Αιτιατική τὸν, τὴν κακόδοξον τὸ κακόδοξον τοὺς, τὰς κακοδόξους τὰ κακόδοξα
Κλητική κακόδοξε κακόδοξον κακόδοξοι κακόδοξα
Πτώσεις Δυικός
Ονομαστική-Αιτιατική-Κλητική κακοδόξω
Γενική-Δοτική κακοδόξοιν

  Ετυμολογία επεξεργασία

κακόδοξος < αρχαία ελληνική κακόδοξος < κακός + δόξα

  Επίθετο επεξεργασία

κακόδοξος, -ος, -ον



Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

Πτώση Ενικός Πληθυντικός
Ονομαστική ὁ, ἡ κακόδοξος τὸ κακόδοξον οἱ, αἱ κακόδοξοι τὰ κακόδοξα
Γενική τοῦ, τῆς κακοδόξου τοῦ κακοδόξου τῶν κακοδόξων τῶν κακοδόξων
Δοτική τῷ, τῇ κακοδόξῳ τῷ κακοδόξῳ τοῖς, ταῖς κακοδόξοις τοῖς κακοδόξοις
Αιτιατική τὸν, τὴν κακόδοξον τὸ κακόδοξον τοὺς, τὰς κακοδόξους τὰ κακόδοξα
Κλητική κακόδοξε κακόδοξον κακόδοξοι κακόδοξα
Πτώσεις Δυικός
Ονομαστική-Αιτιατική-Κλητική κακοδόξω
Γενική-Δοτική κακοδόξοιν

  Ετυμολογία επεξεργασία

κακόδοξος < κακός + δόξα

  Επίθετο επεξεργασία

κακόδοξος, -ος, -ον

  1. κακόφημος, ανυπόληπτος
  2. (ελληνιστική κοινή) κακόδοξος