mécréant
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- mécréant < παλαιά γαλλική mescreant
Προφορά επεξεργασία
Επίθετο επεξεργασία
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | mécréant | mécréants |
θηλυκό | mécréante | mécréantes |
mécréant (fr)
Συνώνυμα επεξεργασία
Αντώνυμα επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | mécréant | mécréants |
θηλυκό | mécréante | mécréantes |
mécréant (fr)