Ετυμολογία

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
infidèle infidèles

infidèle (fr) αρσενικό ή θηλυκό

  1. άπιστος
     αντώνυμα: fidèle
  2. αναληθής

Συγγενικά

επεξεργασία