ενικός         πληθυντικός  
infidélité infidélités

  Ετυμολογία

επεξεργασία
infidélité < λατινική infidelitas

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ɛ̃.fi.de.li.te/

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

infidélité (fr) θηλυκό

  1. η απιστία
     αντώνυμα: fidélité
  2. η αστάθεια σχετικά με μια υποχρέωση
     αντώνυμα: constance
  3. η έλλειψη ακρίβειας, η ανακρίβεια
     συνώνυμα: erreur, inexactitude
     αντώνυμα: exactitude

Συγγενικά

επεξεργασία