infidélité
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
infidélité | infidélités |
Ετυμολογία
επεξεργασία- infidélité < λατινική infidelitas
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ɛ̃.fi.de.li.te/
Ουσιαστικό
επεξεργασίαinfidélité (fr) θηλυκό
- η απιστία
- η αστάθεια σχετικά με μια υποχρέωση
- η έλλειψη ακρίβειας, η ανακρίβεια
- ≈ συνώνυμα: erreur, inexactitude
- ≠ αντώνυμα: exactitude