καθημαγμένος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- καθημαγμένος: μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος καθαιμάσσω
Μετοχή
επεξεργασίακαθημαγμένος, -η, -ο
- καταματωμένος, γεμάτος αίματα
- (μεταφορικά) βασανισμένος, εξουθενωμένος
- Η αρχή γίνεται με το εμβληματικό μυθιστόρημα «Άνθρωποι και ποντίκια» (1937) που διαδραματίζεται στις καθημαγμένες Ηνωμένες Πολιτείες του Μεσοπολέμου, την περίοδο του μεγάλου κραχ και της οικονομικής ύφεσης. (Εφημερίδα Το Βήμα, 20/3/2013)
Μεταφράσεις
επεξεργασία βασανισμένος, εξουθενωμένος
|