Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο καβαλιστικός η καβαλιστική το καβαλιστικό
      γενική του καβαλιστικού της καβαλιστικής του καβαλιστικού
    αιτιατική τον καβαλιστικό την καβαλιστική το καβαλιστικό
     κλητική καβαλιστικέ καβαλιστική καβαλιστικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι καβαλιστικοί οι καβαλιστικές τα καβαλιστικά
      γενική των καβαλιστικών των καβαλιστικών των καβαλιστικών
    αιτιατική τους καβαλιστικούς τις καβαλιστικές τα καβαλιστικά
     κλητική καβαλιστικοί καβαλιστικές καβαλιστικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

καβαλιστικός < γαλλική cabalistique < cabale + -isme < μεσαιωνική λατινική cabbala < εβραϊκή קבלה (kabalá)

  Επίθετο επεξεργασία

καβαλιστικός, -ή, -ό

  1. σχετικός με τον καβαλισμό
  2. (μεταφορικά) που δεν μπορεί να κατανοηθεί
     συνώνυμα: ακατανόητος, μυστηριώδης

Άλλες μορφές επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία