Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
καββαλιστικός
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
καββαλιστικ
ός
η
καββαλιστικ
ή
το
καββαλιστικ
ό
γενική
του
καββαλιστικ
ού
της
καββαλιστικ
ής
του
καββαλιστικ
ού
αιτιατική
τον
καββαλιστικ
ό
την
καββαλιστικ
ή
το
καββαλιστικ
ό
κλητική
καββαλιστικ
έ
καββαλιστικ
ή
καββαλιστικ
ό
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
καββαλιστικ
οί
οι
καββαλιστικ
ές
τα
καββαλιστικ
ά
γενική
των
καββαλιστικ
ών
των
καββαλιστικ
ών
των
καββαλιστικ
ών
αιτιατική
τους
καββαλιστικ
ούς
τις
καββαλιστικ
ές
τα
καββαλιστικ
ά
κλητική
καββαλιστικ
οί
καββαλιστικ
ές
καββαλιστικ
ά
Κατηγορία
όπως «
καλός
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Επίθετο
επεξεργασία
καββαλιστικός, -ή, -ό
→
δείτε
τη λέξη
καβαλιστικός