Δείτε επίσης: Καβάφης
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο καβάφης οι καβάφηδες
      γενική του καβάφη των καβάφηδων
    αιτιατική τον καβάφη τους καβάφηδες
     κλητική καβάφη καβάφηδες
Κατηγορία όπως «μανάβης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
καβάφης < (άμεσο δάνειο) οθωμανική τουρκική قواف (τουρκική kavaf) + -ης < αραβική أَخْفَاف (ḵifaaf), πληθυντικός του خُفّ (khuf, στη σημασία παπούτσι)

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /kaˈva.fis/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κα‐βά‐φης

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

καβάφης αρσενικό

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία