καβάφης
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | καβάφης | οι | καβάφηδες |
γενική | του | καβάφη | των | καβάφηδων |
αιτιατική | τον | καβάφη | τους | καβάφηδες |
κλητική | καβάφη | καβάφηδες | ||
Κατηγορία όπως «μανάβης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- καβάφης < (άμεσο δάνειο) οθωμανική τουρκική قواف (τουρκική kavaf) + -ης < αραβική أَخْفَاف (ḵifaaf), πληθυντικός του خُفّ (khuf, στη σημασία παπούτσι)
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /kaˈva.fis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κα‐βά‐φης
Ουσιαστικό επεξεργασία
καβάφης αρσενικό
- (παρωχημένο, επάγγελμα, ιδιωματικό) ο κατασκευαστής ή πωλητής υποδημάτων κατώτερης ποιότητας
- → δείτε και τη λέξη παπουτσής
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
καβάφης
→ δείτε τη λέξη παπουτσής |
Πηγές επεξεργασία
- καβάφης - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- Ορφανός, Βασίλης (2020) Τουρκικά δάνεια στα Ελληνικά της Κρήτης, Propylaeum, Heidelberg University Library 2020 (DOI), download.σελ.1-405.pdf, 1η έκδοση:2014