καβάφικος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
Προφορά
επεξεργασία
- ΔΦΑ : /kaˈva.fi.kos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κα‐βά‐φι‐κος
- τονικό παρώνυμο: καβαφικός
Επίθετο
επεξεργασία
καβάφικος, -η, -ο (δημοτική)
- (παρωχημένο) που ανήκει ή αναφέρεται σε καβάφη, παπουτσή
- (παρωχημένο, μεταφορικά) ευτελής, δεύτερης ποιότητας
- ⮡ τι καβάφικη' δουλειά είναι τούτη;
Συγγενικά
επεξεργασία
Μεταφράσεις
επεξεργασία
καβάφικος
|
Πηγές
επεξεργασία
- καβάφικος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ⌘ Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία, .