Καβάφης
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | Καβάφης | οι | Καβάφηδες |
γενική | του | Καβάφη | των | Καβάφηδων |
αιτιατική | τον | Καβάφη | τους | Καβάφηδες |
κλητική | Καβάφη | Καβάφηδες | ||
Κατηγορία όπως «μανάβης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- Καβάφης < επάγγελμα καβάφης < οθωμανική τουρκική قواف (kavaf, παπούτσι), από τα αραβικά
- Συγγενή επώνυμα: τουρκική γλώσσα Kavaf
Κύριο όνομα επεξεργασία
Καβάφης αρσενικό (θηλυκό Καβάφη)
Παράγωγα επεξεργασία
σχετικά με τον ποιητή Κ. Καβάφη:
Συγγενικά επεξεργασία
Δείτε επίσης επεξεργασία
- Κωνσταντίνος Καβάφης (1863-1933) στη Βικιπαίδεια , Έλληνας ποιητής, Αιγυπτιώτης
- Καβαφιάν
- Καβαφιάνογλου
Μεταγραφές επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
ως επώνυμο του ποιητή Κ. Καβάφη
|