Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

Καβαφιάνογλου < μεταγραφή για την τουρκική Kavafyanoğlu· μορφολογικά αναλύεται σε Καβαφιάν + -ογλου

  Μεταγραφή επεξεργασία

Καβαφιάνογλου αρσενικό ή θηλυκό, άκλιτο