ισόμετρος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ισόμετρος < αρχαία ελληνική ἰσόμετρος < ἴσος + μέτρον
Επίθετο
επεξεργασίαισόμετρος, -η, -ο
- που έχει ίδιες διαστάσεις ή μέγεθος με κάποιον ή κάτι άλλο
- που εμφανίζει μια αναλογία στα επιμέρους τμήματά του ή σε σχέση με κάτι άλλο
Αντώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία- ανισόμετρα
- ανισομετρία
- ανισομετρωπία
- ανισόμετρος
- ισόμετρα
- ισομετρία
- ισομετρικός
- → δείτε τις λέξεις ίσος και μέτρο
Μεταφράσεις
επεξεργασία ισόμετρος
|