ισοστασία
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ισοστασία < λόγιο ενδογενές δάνειο: isostasy < ελληνιστική κοινή ἰσοστάσιος < αρχαία ελληνική ἴσος + ἵστημι
Ουσιαστικό επεξεργασία
ισοστασία θηλυκό
- (γεωλογία) η κατάσταση ισορροπίας δύο ή περισσότερων γειτονικών τμημάτων του γήινου φλοιού, που ισορροπούν επιπλέοντας πάνω σε μαγματικό στρώμα που βρίσκεται από κάτω